- Ἀσκληπιάδειος
- ἈσκληπιάδειοςAsclepiosmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασκληπιάδειος — ο (AM ἀσκληπιάδειος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Ασκληπιάδη 2. (μετρ.) «ἀσκληπιάδειος στίχος» ή «ἀσκληπιάδεια μέτρα» δωδεκασύλλαβο μέτρο με δισύλλαβη βάση, δύο χοριάμβους και έναν ίαμβο … Dictionary of Greek
Ἀσκληπιαδείοις — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκληπιαδείου — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκληπιαδείους — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκληπιαδείων — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκληπιαδείῳ — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκληπιάδειοι — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσκληπιάδειον — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασκληπιάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Ισοκράτη από τη Θράκη (4ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας των Τραγωδουμένων (11 βιβλία), δηλαδή των μύθων που πραγματεύτηκαν στα έργα τους οι κλασικοί. 2. Α. ο Φλιάσιος (περ. 350 – 280 π.Χ.). Φιλόσοφος. Πέρασε το… … Dictionary of Greek